- συγκαλύπτων
- συγκαλύπτωcoverpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτηνούμαι — κτηνοῡμαι, όομαι (Α) [κτήνος] γίνομαι σαν κτήνος, κτηνώδης, αποκτηνώνομαι («πολλάκις δὲ καὶ ὁ λόγος κτηνοῡται, διὰ τῆς πρὸς ἄλογον ῥοπῆς συγκαλύπτων τὸ κρεῑττον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek